Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ευχαριστώ απο την Κούλα Καρνετσή

Ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια, όσους αφήσατε το σχόλιό σας εδώ στην ιστοσελίδα και όσους με προσωπικά μηνύματα μου στείλατε την αγάπη σας και την συγκίνηση για όλα αυτά που διαβάσατε.
Χαίρομαι που με το ξυλάκι που νεκάτωνα τα φύλλα για να βρώ τα κρυμμένα κάστανα, κατάφερα να νεκατώσω λίγο τις μνήμες σας και να φανερώσω συναισθήματα που ήταν βαθειά κρυμμένα και καλά φυλαγμένα ώστε να μείνουν αναλοίωτα και να μπορούν να έρχονται στην επιφάνεια με απλά ερεθίσματα όπως το ένα απλό κείμενο για τα κάστανα.
Συγκινούμαι πάρα πολύ όταν διαβάζω έστω και δυό λέξεις για το κείμενό μου γιατί έτσι οι μνήμες πολλαπλασιάζονται και όλο καινούργιες βγαίνουν στην επιφάνεια. Γιαυτό και περιμένω και άλλοι φίλοι Μικροπολιώτες που διαβάζουν αυτά τα κείμενα, να καταθέσουν τις δικές τους μνήμες για όλα όσα στο χωριό μας ζήσανε.
Και οι δυό λεξεις όμως πολλές φορές είναι αρκετές για να φανερώσουν τι ο καθένας μας αισθάνεται.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους σας και περιμένω και άλλα σχόλια ή αναμνήσεις.
Χαιρετίσματα από την Μικρόπολη
Κούλα Καρνετσή

Αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο του '73.















Η μαρτυρία του στρατιώτη που οδηγούσε το τανκ, που παραβίασε την καγκελόπορτα του Πολυτεχνείου.

«Την ηµέρα εκείνη ήµουν υπηρεσία. Στο στρατό είχα δέκα µήνες. Ήµουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισµένων, στο Γουδί. Τότε οι “μαυροσκούφηδες” ήταν σώµα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, µπήκαµε επιφυλακή. “Οι κομµουνιστές...
καίνε την Αθήνα”, µας έλεγαν κι εµείς τους πιστεύαµε. Θυµάµαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαµε στα κρυφά το σταθµό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκουµούνια, θα καλοπεράσετε!” λέγαµε.

Μισή ώρα µετά τα µεσάνυχτα της 16ης Νοεµβρίου η ίλη µου πήρε εντολή να ετοιµαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά µας άρµατα, κάτι γαλλικά ΑΜΧ30. Εγώ ήµουν οδηγός στο πρώτο άρµα που βγήκε στο δρόµο. [Στο ίδιο άρµα βρίσκονταν ο αξιωµατικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάµπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εµβαλωµένος και ο Γιάννης Τίρπας.]

Στη 1.15' το πρωί της 17ης Νοεµβρίου φτάσαµε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαµε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του ΙΚΑ, στη στάση Σόνια, σταµατήσαµε, γιατί ο δρόµος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγµατα, φωτιές και ακινητοποιηµένα λεωφορεία. Με διάφορες µανούβρες αριστερά δεξιά, µπρος πίσω, άνοιξα το δρόµο και προχωρήσαµε. Όταν φτάσαµε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, µας έδωσαν εντολή να σταµατήσουµε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, µείναµε περίπου µία ώρα. Ο κόσµος θυµάµαι ότι µας φώναζε: “Είµαστε αδέρφια, είµαστε αδέρφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα!

Μας είπαν να πάµε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι µπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναµε. Σταµατήσαµε λίγα µέτρα πιο πέρα.

Φτάνοντας µπροστά στην πόρτα έστριψα το άρµα προς το Πολυτεχνείο, µε γυρισµένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυµάµαι ότι σηκώθηκα από τη θέση µου κι εγώ και το άλλο πλήρωµα. Δεκάδες φοιτητές κρέµονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι. Κι εγώ, να σκεφτείς, ότι τους έβλεπα σαν µαµούνια, που ήθελα να τα φάω!

Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρµατος και µου λέει: “Θα µπούµε µέσα, θα ρίξουµε την πύλη. Ετοιµάσου!” Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγµατα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρµατος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα σταµάτησα. Σταµάτησα σκόπιµα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισµα οι φοιτητές, τροµαγµένοι, έφυγαν προς τα πίσω. Αν έµπαινα µε ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτοµα, που εκείνη τη στιγµή ήταν κρεµασµένα στα κάγκελα.

Η καγκελόπορτα έπεσε αµέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθµευµένο το Μερσεντές, το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. Η αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνοµικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα κι εγώ από το άρµα και µπήκα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα µπορούσε όµως και να υπάρχουν νεκροί.

Αστυνοµικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν.

Αν δεν ήταν οι λοκατζήδες να τους σταµατήσουν -θυµάµαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια µαζί τους-, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γινόταν.

Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπηµένοι, θυµάµαι ότι είδα πολλούς τραυµατίες, ενώ τρεις τέσσερις ήταν σωριασµένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγµή ένας φοιτητής όρµησε καταπάνω µου και µου είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που µπήκες;” Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, µη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγµή... Αν έλεγε µια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήµουν. Ένας φασίστας.

Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυµάµαι ότι έριχναν µέσα στο τανκς πακέτα τσιγάρα και ό,τι προµήθειες είχαν µαζί τους. Όταν γυρίσαµε στο Γουδί, το άρµα έµοιαζε µε περίπτερο. Όσο σκέφτοµαι ότι οι φοιτητές µάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, µετά απ' όσα τους κάναµε... Δεν µπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγµα στον εαυτό µου. Σκέφτοµαι τι πήγα κι έκανα!...

Όταν γυρίσαµε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί µού έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόµουν ότι ήµουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι µεγάλο. [...]

Στο µεροκάµατο η ζωή µου άλλαξε 180 µοίρες. Έκανα όποια δουλειά µπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν µπορώ να έχω τα ίδια αιτήµατα µε τους εργοδότες. Εµένα, που µου έµαθαν να µισώ τους κοµουνιστές, ψήφισα δύο φορές ΚΚΕ!

Στη δουλειά, πριν από χρόνια, κάποιος άκουσε πώς µε λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση µε τον “πορτάκια”, όπως είπε, του Πολυτεχνείου. “Ξάδερφός µου είναι, µακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο”, απάντησα. Είµαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ είκοσι χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι µου δεν ξέρουν ποιος είµαι, ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα µου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά µου δεν το είπα ακόµα.

Ντρέποµαι γι' αυτό που ήµουν, γι' αυτό που έκανα. Στη θέση µου θα µπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήµουν άλλωστε. Δε µε απαλλάσσει όµως αυτό. Μέχρι που µπήκα µέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής µου.

Είχαν µεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόηµα, αλλά θα ήθελα να τους πω µια µεγάλη συγνώµη…»

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Τα κάστανα ( Από την Κούλα Καρνετσή )

Τα κάστανα

Από την Κούλα Καρνετσή

Καιρό τώρα ήθελα να γράψω για τα αμπέλια μας, για τα κρασιά, τα ούζα και τα ρετσέλια.

Οι μέρες όμως πέρασαν και με πρόλαβαν τα κάστανα.

Ας είναι…θα γράψω μια άλλη φορά για τα σταφύλια και ας πέρασε λίγο ο καιρός τους.

Τώρα, είδα την ανακοίνωση του πολιτιστικού συλλόγου για την γιορτή του κάστανου και σκίρτησε η ψυχή μου.

Νάτες πάλι οι αναμνήσεις, σαν τα ξεραμένα φύλλα της καστανιάς που τα φυσάει ο αέρας και τα ανακατώνει, μια μπρος, μια πίσω, μια πάνω, μια κάτω. Και γω, να γυρνάω μια πίσω και μια μπρος, πότε πιο παλιά και πότε πιο πρόσφατα. Όλα μπερδεμένα, ένας αχταρμάς της μνήμης και της ζήσης με εικόνες τόσο ζωντανές, τόσο ωραίες και τόσο γεμάτες από ομορφιά και συναισθήματα.

Όσο μεγαλώνω, τόσο ο νους μου γυρνάει στα παλιά και όλο και περισσότερο θέλω να τα θυμάμαι και να τα εξιστορώ.

Παραμυθάς δεν είμαι, ούτε την δυνατότητα έχω να πλάθω ιστορίες, μα όλα αυτά που από παιδί στον μαχαλά μου έχω ζήσει, θέλω να τα ιστορώ, να τα θυμάμαι και να τα θυμίζω, σε όλους αυτούς που ζήσανε τα ίδια με μένα πράγματα, που είδαν τις ίδιες εικόνες, μυρίσανε τις ίδιες μυρουδιές, ακούσανε τους ίδιους ήχους, περπάτησαν στους ίδιους δρόμους, στα ίδια σοκάκια, στα ίδια πανέμορφα καλντερίμια, που τώρα πια τα σκέπασε το τσιμέντο.

Θυμάμαι… τότε που ήμασταν μικρά, που το μάζεμα των καρυδιών και των καστανών, ήταν ένα πανηγύρι για μας.

Με τα τσουβαλάκια στην πλάτη, δεμένα με σχοινιά, στις δύο κάτω άκρες, με ένα κάστανο σε κάθε γωνία, για να στερεωθεί ο κόμπος και περασμένα στους ώμους, ανηφορίζαμε τα μονοπάτια, μαζί με του μεγάλους, γιατί μόνοι μας δεν τολμούσαμε, παιδιά πράμα, να ανεβούμε στο βουνό.

Μόνο στις κοντινές καστανιές πηγαίναμε μόνοι μας, στο ΄΄Μόμινγκροπι΄΄, μετά τον Αη Γιώργη και στις ΄΄καπίνες.΄΄

Εκεί, δεν είχαμε φόβο. Εκδρομή το είχαμε, αφού και για παιχνίδι ακόμα, πολλές φορές βρισκόμασταν κατά κει. Τα μέρη, οι χωματόδρομοι, τα δένδρα, όλα γνωστά.

Ξέραμε ποια καστανιά είχε μεγάλα κάστανα, ποια είχε μικρά, ποια είχε τα πιο γλυκά και πιο νόστιμα. Αγώνα δρόμου κάναμε, ποιος θα προλάβει να πιάσει την καλύτερη.

Σακούλες νάιλον, δεν είχαμε τότε για το μάζεμα. Όλοι όμως είχαμε ένα μπακιράκι στο χέρι, ή ένα κουτί τενεκεδένιο, με ένα σύρμα για χερούλι, τυλιγμένο και στριφτό, που τόχε περάσει και τόχε στερεώσει ο μπαμπάς μας, από δυό τρύπες.

Πηγαίναμε λοιπόν,<< στα κάστανα >>. Ούτε στο δάσος, ούτε στο βουνό, ούτε στις καστανιές. <<Στα κάστανα>>!!! Αυτή ήταν η έκφραση που χρησιμοποιούσαμε.

Όλο το οδοιπορικό, οι ανηφόρες, οι κατηφόρες, το μάζεμα, οι παρέες, τα γέλια…όλα σε δυό λέξεις. <<στα κάστανα>>!

Ανηφορίζαμε για τα κάστανα, ξεκινώντας από τα πλατάνια, παρέες μεγάλες, όλο χαρά και γέλια, βαδίζαμε δίπλα από το κεμέρι, στην Αγία Μαρίνα, κατεβαίναμε το ρέμα, παίρναμε το μονοπάτι, ρέμα –ρέμα και μετά ανηφορίζαμε.

Πρώτη στάση, στου ΄΄Ναλμπάντη΄΄ την βρύση, για νερό και ξεκούραση. Τρώγαμε και λίγο ψωμοτύρι και μετά, πάλι την ανηφόρα. Και ήταν μεγάλη η ανηφόρα και δύσκολη, μέσα από μονοπάτια που διασχίζανε το δάσος, ανάμεσα από δένδρα και θάμνους, περπατώντας πάνω στα πεσμένα φύλλα που γλιστρούσαν.

Πέφταμε, σηκωνόμασταν, γλιστρούσαμε πίσω, μα εμείς εκεί…να φτάσουμε όσο γίνεται πιο ψηλά, στην καρδιά του δάσους για τα κάστανα. Αυτού του πανέμορφου δάσους, με τις υπεραιωνόβιες καστανιές, που όμοιό του, μόνο στο Πήλιο μπορεί κανείς να βρεί.

Όσο ανεβαίναμε, οι παρέες σκόρπιζαν, απλώνονταν σε όλο το δάσος.

Άλλοι στου ΄΄Νταγκούλι τσεσμέ΄΄ εκεί… στην βρύση, άλλοι στου ΄΄Παύλου΄΄, στον ΄΄Άγιο Πέτρο΄΄, στην ΄΄Πλατεία΄΄ και οι περισσότεροι στου ΄΄Λεχωνίτη΄΄, εκεί που τώρα βρίσκεται το καταφύγιο.

Με ένα ξύλο στο χέρι, σκαλίζαμε τα υγρά πεσμένα φύλλα για να ανακαλύψουμε τα κρυμμένα κάτω από αυτά κάστανα και η μυρουδιά της μούχλας και της υγρασίας από τα νεκατωμένα φύλλα, το υγρό χώμα και τα σαπισμένα κάστανα, περνούσε από την μύτη βαθειά μέσα στα πνευμόνια, μέσα στην καρδιά και άφηνε σφραγίδα ανεξίτηλη, βαθειά μέσα στο νου.

Καθόλου δεν μου άρεσε τότε, αυτή η μυρουδιά.

Πως γίνεται και τώρα, η ίδια μυρουδιά με ξετρελαίνει και όσο βαθιές παίρνω ανάσες, τόσο το σώμα μου ριγά ολόκληρο και τόσο τα μάτια μου βουρκώνουν από μόνα τους, δεν το καταλαβαίνω.

Η σφραγίδα του νου, είναι τελικά ανεξίτηλη!

Σκαλίζαμε και προχωρούσαμε, αλωνίζαμε στην κυριολεξία το δάσος, τρέχοντας από την μία καστανιά στην άλλη, σε ανηφόρες, σε ισιάδια, σε κατηφόρες απότομες και επικίνδυνες. Συναγωνισμός, για το ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα, ποιος θα γεμίσει πρώτος το τσουβαλάκι του.

Δεν ξέρω πως τα κατάφερνα και ποτέ δεν μπόρεσα ,όχι απλώς να γεμίσω το τσουβαλάκι μου, αλλά ούτε στην μέση να το φτάσω.

Ίσως, γιατί έτρωγα πολύ ώρα, στο να ανοίγω τα ΄΄καπλιά΄΄ και να βγάζω από μέσα ολόφρεσκα και πολλές φορές πράσινα ακόμη τα κάστανα.

Με τα πόδια μου τα άνοιγα. Τα πατούσα γερά με τα παπούτσια μου και με το χέρι τα μάζευα, Τσιμπούσαν τόσο πολύ τα αγκάθια τους, που τα χεράκια μου μάτωναν, μα εγώ εκεί… Με μάγευε αυτή η διαδικασία. Σαν να ανακάλυπτα κάποιο θησαυρό κρυμμένο μέσα στα αγκάθια.

Το μεγάλο πανηγύρι βέβαια, στο γενικό μάζεμα γινόταν, τότε που δίνονταν ειδική άδεια, για όλο το χωριό.

Άνδρες, γυναίκες παιδιά, όλοι επί ποδός. Από νωρίς ξεκινούσαν με τα ζώα, όλοι οι κάτοικοι της Μικρόπολης αντάμα και ανέβαιναν στο βουνό. Οι άνδρες, με μεγάλα σαρίκια στα χέρια, τίναζαν τις καστανιές και οι υπόλοιποι μάζευαν. Δεν μάζευαν μόνο τα γυμνά κάστανα, μα μέσα σε κοφίνια, μάζευαν με τα καπλιά, να τάχουν για τον χειμώνα, για το παστάλι. Γιατί παστάλι, χωρίς κάστανα στην φωτιά, δεν γίνονταν.

Μέχρι τα Χριστούγεννα, κατάφερναν να τα διατηρήσουν. Μέσα στα αχούρια, βάζαν τα κοφίνια, τάβρεχαν κατά διαστήματα και έτσι τα διατηρούσαν.

Δεν γέμιζαν τα σπίτια μόνο με κάστανα. Με χίλια καλά γέμιζαν. Γιατί τα κάστανα ήταν είδος ανταλλάξιμο. Κάστανα έδινε η μαμά στον μανάβη, μήλα στάρκιν Βεροίας και αχλάδια έπαιρνε, πράσα και λάχανα από τον μπαξεβάνο, ψάρια από τον ψαρά και ότι άλλο καλό έφερναν οι γυρολόγοι.

Όλο το χωριό τούτες τις μέρες, μύριζε καμένο ξύλο και ψημένα κάστανα.

Κάθε χρόνο, ο μπαμπάς μου, άναβε φωτιά μεγάλη στην αυλή. Έβαζε δυό κοτρόνες για στήριγμα και πάνω τους, μια λαμαρίνα τρυπημένη με καρφί και εκεί έψηνε τα κάστανα. Τι μοσχοβολιά…και τι νοστιμιά!!!

Θυμάστε αλήθεια τις <<μπουρλιές>>;

Τα κάστανα περασμένα στο σύρμα και δεμένα σαν στεφάνι;

Μπουρλιές τα λέγαμε εμείς, αρμαθιές οι Θρακιώτες.

Όπως και να τα λέγαμε όμως, ήταν τα πιο νόστιμα ψημένα κάστανα.

Κάθε φορά ετοίμαζε ο μπαμπάς, μια μεγάλη, πραγματικά πολύ μεγάλη μπουρλιά και την έψηνε.

Τόκανε σε μας τα παιδιά του, κάθε χρόνο, όταν ήμασταν μικρά, μα και όταν μεγαλώσαμε.

Τόκανε και στα εγγόνια του όταν ήταν μικρά, συνέχισε όταν και αυτά μεγάλωσαν, μέχρι που έφυγε απ΄την ζωή και πήρε μαζί του και την μπουρλιά από την αυλή μας.

Κάτι σαν έθιμο πατροπαράδοτο, είχε καθιερωθεί το ψήσιμο στην αυλή μας, όπως και στις περισσότερες αυλές της Μικρόπολης.

Η γιορτή του κάστανου, είναι καινούργια γιορτή, των τελευταίων χρόνων.

Δεν έχει τις ρίζες της παλιές, μα πιστέψτε με, είναι πάρα πολύ όμορφη1

Φέτος ήταν όλα πανέμορφα.

Ο καιρός, σύμμαχος. Η μέρα καταπληκτική! Ούτε ήλιο, ούτε βροχή, λίγη συννεφιά μόνο και λίγη υγρασία. Έτσι όπως έπρεπε δηλαδή, για να νοιώσει κανείς και να αισθανθεί την μυρουδιά και την υγρασία του δάσους.

Ο κόσμος πολύς, τα χορευτικά παρόντα όπως πάντα και η χορωδία του πολιτιστικού, να γεμίζει με τραγούδια αγαπημένα το βουνό.

Τα καζάνια με την φασολάδα αχνιστή, ζέσταναν το πλήθος. Το κρασί άφθονο, κόκκινο, γλυκό, μεθυστικό και κάστανα…πολλά κάστανα…

Τσουβάλια, είχαν μαζέψει, τα παιδιά του πολιτιστικού και τάχαν έτοιμα.

Κάστανα ψητά, κάστανα βραστά, κάστανα σε μπουρλιές και αρμαθιές.

Παντού στημένες ψησταριές, με τις τρυπημένες λαμαρίνες για το ψήσιμο.

Χίλια ευχαριστώ τον κύριο Βαγγέλη τον Πεταλά, για τις δυο μπουρλιές που μου χάρισε.

Την μία την έψησα εκεί και την έφαγα. Την άλλη, στο σαλόνι μου την στόλισα.

Να την φυλάξω θέλω, μέχρι τα Χριστούγεννα.

Όσοι βρέθηκαν εκεί, χωριανοί και ξένοι, το καταφχαριστήθηκαν.

Οι ξένοι, αυτοί κυρίως που ήταν από άλλες πόλεις, έφυγαν ξετρελαμένοι.

Ξετρελαμένοι με το βουνό, ξετρελαμένοι με την μαγεία του δάσους, με τα κάστανα, με το κρασί , με τους ανθρώπους.

<<-Βρεθήκαμε τυχαία, μούπανε μια παρέα Αθηναίων.

Μείναμε κατενθουσιασμένοι, περάσαμε υπέροχα.

Είναι πανέμορφα όλα εδώ πάνω. Δεν φανταζόμασταν τόση ομορφιά.

Θα ξανάρθουμε, είναι σίγουρο!>>

Το ευχόμαστε και τους περιμένουμε, με πιο πολύ κρασί και μια μπουρλιά μεγάλη να τους χαρίσουμε.

Η διοργάνωση άψογη από τα παιδιά του πολιτιστκού

Από βραδύς, είχαν ανέβει στο καταφύγιο. Έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες και μετά πέρασαν από ότι έμαθα πολύ ωραία. Το καταχάρηκαν!!!

Μαζεμένοι γύρω από το μεγάλο τζάκι, έψησαν, έφαγαν, ήπιαν, κουβέντιασαν, γέλασαν.

Ζήλεψα πραγματικά όταν μου τάλεγαν. Πολύ θα τόθελα, νάμουνα στην ηλικία τους και νάμουνα μαζί τους.

Μπράβο παιδιά και του χρόνου!

Νάμαστε όλοι καλά και νανταμώσουμε στα κάστανα!!!

Καλό χειμώνα Μικροπολιώτες.

Κούλα Καρνετσή